τσίκνισμα

τσίκνισμα
το, -ατος
1. το κάψιμο του κρέατος που μαγειρεύεται με λίγο υγρό.
2. το τσιγάρισμα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσίκνισμα — το, Ν [τσικνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσικνίζω, τσίκνωμα …   Dictionary of Greek

  • τσίκνωμα — το, Ν [τσικνώνω] τσίκνισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”